Παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση καρκίνου του μαστού
Παράγοντες κινδύνου είναι εκείνοι οι παράγοντες που αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού.
Ένα άτομο μπορεί να κινδυνεύει περισσότερο από άλλα να εμφανίσει καρκίνο όταν υπάρχει ένας παράγοντας που μπορεί να ευνοήσει την νόσο. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν τον κίνδυνο στον καρκίνο του μαστού μπορεί να είναι πέρα από τον έλεγχό μας, όπως η ηλικία, το οικογενειακό ιστορικό και το ιατρικό ιστορικό. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες κινδύνου που μπορούμε να ελέγξουμε, όπως το βάρος, η σωματική δραστηριότητα και η κατανάλωση αλκοόλ.
Γιατί να γνωρίζουμε τους παράγοντες κινδύνου;
Το να γνωρίζει μια γυναίκα τους παράγοντες κινδύνου μπορεί να τη βοηθήσει να είναι περισσότερο προσεκτική σχετικά με την πραγματοποίηση τακτικών ελέγχων ή ακόμη να πάρει μέτρα για τη μείωση του κινδύνου, διότι πολλοί από αυτούς μπορούν να τροποποιηθούν ή να ελεγχθούν.
Παράγοντες κινδύνου που δεν μπορούμε να ελέγξουμε.
- Ηλικία. Ο κίνδυνος για καρκίνο του μαστού αυξάνεται με την ηλικία. Οι περισσότεροι καρκίνοι του μαστού διαγιγνώσκονται μετά την ηλικία των 50 ετών. Στην ηλικία των 30-39 είναι 1 στα 228 ενώ στην ηλικία των 60 1 στα 29!
- Οικογενειακό ιστορικό. Οι γυναίκες που έχουν κληρονομήσει αλλαγές (μεταλλάξεις) σε ορισμένα γονίδια του DNA, όπως BRCA1 και BRCA2 διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών.
- Αναπαραγωγική ιστορία. Οι πρώιμη εμμηναρχή πριν από την ηλικία των 12 ετών και η έναρξη της εμμηνόπαυσης μετά την ηλικία των 55 ετών εκθέτουν τις γυναίκες σε ορμόνες περισσότερο, αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού.
- Προσωπικό ιστορικό καρκίνου του μαστού ή ορισμένων μη καρκινικών παθήσεων του μαστού. Οι γυναίκες που είχαν καρκίνο του μαστού μια φορά στην ζωή τους είναι πιθανότερο να εμφανίσουν καρκίνο του μαστού για δεύτερη φορά.
- Οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού. Ο κίνδυνος μιας γυναίκας για καρκίνο του μαστού είναι υψηλότερος εάν έχει συγγενή πρώτου βαθμού που νόσησε ή πολλά μέλη της οικογένειας με καρκίνο μαστού ή ωοθηκών, κυρίως πριν την ηλικία των 50 ετών. Οι γυναίκες που έχουν κληρονομήσει αλλαγές (μεταλλάξεις) σε ορισμένα γονίδια του DNA, όπως BRCA1 και BRCA2 διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών.
- Προηγούμενη θεραπεία με χρήση ακτινοθεραπείας. Οι γυναίκες που είχαν ακτινοθεραπεία στο στήθος πριν από την ηλικία των 30 ετών έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού αργότερα στη ζωή τους.
- Έκθεση σε οιστρογόνα. Επειδή τα οιστρογόνα ευνοούν την ανάπτυξη των κυττάρων του μαστού, η έκθεση σε οιστρογόνα για μεγάλες χρονικές περιόδους, χωρίς διαλείμματα, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Ορισμένοι από αυτούς τους παράγοντες κινδύνου δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχό σας, όπως: έναρξη της εμμήνου ρύσεως (μηνιαίες περίοδοι) σε νεαρή ηλικία (πριν την ηλικία των 12 ετών), περνάτε από την εμμηνόπαυση (τέλος των μηνιαίων κύκλων) σε αργή ηλικία (μετά τα 55 έκθεση σε οιστρογόνα στο περιβάλλον (όπως ορμόνες στο κρέας ή φυτοφάρμακα όπως το DDT, τα οποία παράγουν ουσίες που μοιάζουν με οιστρογόνα όταν διασπώνται από το σώμα).
- Εγκυμοσύνη και θηλασμός. Η εγκυμοσύνη και ο θηλασμός μειώνουν τον συνολικό αριθμό των εμμηνορροϊκών κύκλων στη διάρκεια μιας γυναίκας και αυτό φαίνεται να μειώνει τον μελλοντικό κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Οι γυναίκες που δεν είχαν ποτέ μια πλήρη εγκυμοσύνη, ή είχαν την πρώτη τους πλήρη εγκυμοσύνη μετά την ηλικία των 30 ετών, έχουν αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Για γυναίκες που έχουν παιδιά, ο θηλασμός μπορεί να μειώσει ελαφρώς τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού, ειδικά εάν συνεχίσουν να θηλάζουν για 1 1/2 έως 2 χρόνια.
Παράγοντες κινδύνου που μπορούμε να ελέγξουμε.
- Βάρος. Το υπερβολικό βάρος σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού, ειδικά για γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Ο λιπώδης ιστός είναι η κύρια πηγή οιστρογόνου στο σώμα μετά την εμμηνόπαυση, όταν οι ωοθήκες σταματούν να παράγουν την ορμόνη. Έχοντας περισσότερο λίπος σημαίνει υψηλότερα επίπεδα οιστρογόνων, τα οποία μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού.
- Διατροφή. Μελέτες έχουν εξετάσει τη σχέση μεταξύ διατροφής και κινδύνου καρκίνου του μαστού και του κινδύνου υποτροπής. Η μελέτη προτείνε ότι μια δίαιτα πολύ χαμηλή σε λιπαρά μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Επιπλέον οι διαιτολόγοι προτείνουν να διατηρούμε το σωματικό μας βάρος αναλογικά με το ύψος και το σκελετό μας. Ο δείκτης μάζας σώματος, αν και δεν είναι μια τέλεια μέτρηση, μπορεί να βοηθήσει στην σωστή εκτίμήση του υγιές βάρους μας. Επίσης, να καταναλώνουμε πολλά λαχανικά και φρούτα τροφές πλούσιες σε ωμέγα-3 λιπαρά οξέα και να περιορίσουμε την πρόσληψη κορεσμένου λίπους, και τα μεταποιημένα κρέατα.
- Άσκηση. Η Αμερικανική Εταιρεία Καρκίνου συνιστά την σωματική άσκηση 45-60 λεπτά 5 ή περισσότερες ημέρες την εβδομάδα.
- Κατανάλωση αλκοόλ. Μελέτες έχουν δείξει ότι ο κίνδυνος καρκίνου του μαστού αυξάνεται με την ποσότητα αλκοόλ που πίνει μια γυναίκα. Το αλκοόλ μπορεί να περιορίσει την ικανότητα του ήπατός σας να ελέγχει τα επίπεδα οιστρογόνου στο αίμα, μιας ορμόνης η οποία με τη σειρά της μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο.
- Κάπνισμα. Το κάπνισμα σχετίζεται με αύξηση του κινδύνου καρκίνου του μαστού.
- Έκθεση σε οιστρογόνα. Επειδή τα οιστρογόνα διεγείρουν την ανάπτυξη των κυττάρων του μαστού, η έκθεση σε οιστρογόνα για μεγάλες χρονικές περιόδους, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Ορισμένοι από αυτούς τους παράγοντες κινδύνου βρίσκονται υπό τον έλεγχό μας, όπως: λήψη συνδυασμένης θεραπείας αντικατάστασης ορμονών (οιστρογόνα και προγεστερόνη, HRT) για κάποια χρόνια ή λήψη οιστρογόνου μόνο για περισσότερα από 10 χρόνια, να είναι κάποιος υπέρβαρος, να πίνετε αλκοόλ τακτικά.
Πηγή: breastcancer.org